- υποδουλώνομαι
- υποδουλώνομαι, υποδουλώθηκα, υποδουλωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
δαμάζω — (AM δαμάζω) 1. κατανικώ, καταβάλλω 2. (για άγρια ζώα) ημερώνω, τιθασεύω μσν. νεοελλ. 1. (για φωτιά) σβήνω, καταστέλλω 2. (για ισχυρά συναισθήματα ή πάθη) συγκρατώ, ελέγχω νεοελλ. 1. επιβάλλω πειθαρχία σε κάποιον, τόν αναγκάζω να περιορίσει κακές… … Dictionary of Greek
ειλωτίζομαι — εἱλωτίζομαι (Α) γίνομαι είλωτας, υποδουλώνομαι … Dictionary of Greek
ενεξουσιάζω — ἐνεξουσιάζω (Α) 1. δείχνω ανεξαρτησία («ένεξουσιάζω τοῑς ῥυθμοῑς», Δίον. Αλ.) 2. ασκώ απόλυτη εξουσία, άρχω 3. μέσ. σφετερίζομαι εξουσία («ὁ ἐνεξουσιαζόμενος μισηθήσεται», ΠΔ) 4. παθ. υποδουλώνομαι … Dictionary of Greek
καταστρέφω — (AM καταστρέφω) φθείρω, αφανίζω, εξολοθρεύω, επιφέρω παντελή φθορά νεοελλ. 1. φθείρω ηθικά, διαφθείρω, χαλώ 2. διακορεύω παρθένο 3. μέσ. καταστρέφομαι χάνω την περιουσία μου, χρεωκοπώ αρχ. 1. στρέφω το άνω μέρος προς τα κάτω, ανατρέπω,… … Dictionary of Greek
παραδίδω — ΝΜΑ, και παραδίνω Ν, παραδίδωμι και ποιητ. τ. παρδίδωμι Α 1. δίνω στα χέρια κάποιου, εγχειρίζω 2. δίνω κάτι στον δικαιούχο ή σε κάποιον άλλο (α. «παρέδωσα τις αποσκευές» β. «παραδέχεσθαι τὰ φερόμενα γράμματα καὶ παραδιδόναι», Ξεν.) 3. παρέχω,… … Dictionary of Greek
προκαταδουλούμαι — όομαι, Α υποτάσσομαι, υποδουλώνομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταδουλῶ «υποδουλώνω, υποτάσσω»] … Dictionary of Greek
τουρκεύω — τούρκεψα, τουρκεμένος 1. αμτβ., γίνομαι Τούρκος, εξισλαμίζομαι, αλλαξοπιστώ: Φοβήθηκαν και τούρκεψαν. 2. μτβ., κάνω κάποιον Τούρκο, τον εξισλαμίζω: Τους Αρβανίτες τους τούρκεψαν. 3. αμτβ., υποδουλώνομαι στους Τούρκους: Η Πόλη τούρκεψε. 4. μτφ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)